- καθαρισθῇ
- καθαρίζωcleanseaor subj pass 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθαρισθῆι — καθαρισθῇ , καθαρίζω cleanse aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
очищениѥ — ОЧИЩЕНИ|Ѥ (166), ˫А с. 1. Очищение от грязи: чьваньць. очищени˫а и блюдъ и чашь. (καϑαρισμός) КЕ XII, 252а; то же КВ к. XIV, 211а; О томь ˫ако не стѹжати честьнымь домомь. рекш(е) манастыремъ. работамi скверньны(мi) ихъ здании. свiнь пѹтнаго… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Κοραής, Αδαμάντιος — (Σμύρνη 1748 – Παρίσι 1833). Λόγιος και Διδάσκαλος του Γένους. Γόνος εύπορης οικογένειας καταγόμενης από τη Χίο, ο Κ. ανατράφηκε στη Σμύρνη και σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή, η οποία όμως τότε δεν προσέφερε παρά «διδασκαλίαν πολλά πτωχήν,… … Dictionary of Greek